- μπέικος
- -η, -ο, θηλ. και -ια [μπέης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μπέη ή αυτός που αρμόζει σε μπέη, άνετος, πλουσιοπάροχος («μπέικη ζωή»)2. αυταρχικός, αλαζονικός.επίρρ...μπέικα1. με τρόπο που προσιδιάζει σε μπέη, με πολυτέλεια, με καλοπέραση, πλουσιοπάροχα («ζει μπέικα»)2. με αυταρχικό τρόπο («φέρεται μπέικα στη γυναίκα του»).
Dictionary of Greek. 2013.